Η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία είναι μια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση που αναπτύχθηκε από τη δεκαετία του 1960, με προσπάθειες του Aaron T. Beck και των συνεργατών του να διατυπώσουν μια εμπεριστατωμένη μέθοδο κατανόησης και θεραπείας της κατάθλιψης. Σήμερα έχει εξελιχθεί σε μία από τις κυρίαρχες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις και η αποτελεσματικότητα της έχει αποδειχθεί σε ένα ευρύ φάσμα ψυχικών διαταραχών πέραν της κατάθλιψης: α) αγχώδεις διαταραχές (διαταραχή πανικού, κοινωνική φοβία, διαταραχή γενικευμένου άγχους κλπ.), β) ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, γ) διαταραχές πρόσληψης τροφής (ψυχογενής ανορεξία, ψυχογενής βουλιμία κλπ.) δ) διαταραχές προσωπικότητας (ναρκισσιστική, μεταιχμιακή, δραματική, αποφευκτική, κλπ.), ε) σε προβλήματα που ανακύπτουν σε ζευγάρια και στις ανθρώπινες σχέσεις.
Η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία έχει τις ρίζες της στη φράση του στωικού φιλόσοφου Επίκτητου «Δεν είναι τα πράγματα που ταράζουν τους ανθρώπους, αλλά οι σκέψεις τους για τα πράγματα». Η θεμελιώδης γνωσιακή αρχή συνίσταται στο ότι για την κατανόηση και τον έλεγχο της συμπεριφοράς ενός ατόμου, είναι απαραίτητη όχι μόνο η μελέτη των διαφόρων ερεθισμάτων, αλλά και του τρόπου με τον οποίο αναπαρίστανται και διερμηνεύονται νοητικά, ώστε να οδηγήσουν στις ανάλογες απαντήσεις. Αυτή η άποψη διατυπωμένη με μαθησιακούς όρους παίρνει την ακόλουθη μορφή: Stimulus-Cognition-Response. Στο γνωστό δισυπόστατο συμπεριφορικό σχήμα , η Γνωσιακή εισάγει και μια Τρίτη παράμετρο, τη γνωσία-cognition.
Σύμφωνα με τις γνωσιακές απόψεις στο ίδιο γεγονός-ερέθισμα μπορεί να υπάρξουν πολλές απαντήσεις. Η μεταβλητή που παρεμβάλλεται μεταξύ ερεθίσματος και απάντησης («intervening variable»- αυτόματη σκέψη κατά τον Beck), η οποία περιέχεται στο «μαύρο κουτί» (black box) του Skinner, είναι δυνατόν να δώσει ενδείξεις για την πιθανότερη απάντηση. Με το σκεπτικό ότι δεν είναι άμεσα παρατηρήσιμη έχει αποκαλεστεί «ιδιωτικό γεγονός». Σημαντικά στοιχεία της, κυρίως οι αυτόματες σκέψεις, αποσπώνται αν ζητηθεί από τον θεραπευόμενο να ελέγξει τις σκέψεις του και να τις παραθέσει στον θεραπευτή. Οι αυτόματες σκέψεις έχουν αναφερθεί ως «σιωπηλή δήλωση που κάνουν οι θεραπευόμενοι στον εαυτό τους» και ο εντοπισμός καθώς και η αξιόπιστη και έγκυρη καταγραφή τους αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο κομμάτι της αρχικής δουλειάς στη Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία. Έχουν περιγραφεί ως ακούσιες, επίμονες επαναληπτικές, ειδικές και ξεχωριστές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για την καλύτερη κατανόηση των παραπάνω είναι το ακόλουθο: Ένας καθηγητής μαλώνει τρεις μαθητές επειδή κάνουν φασαρία στην τάξη (ερέθισμα-stimulus). Από αυτό το «κοινό ερέθισμα» προκύπτουν τρεις διαφορετικές αντιδράσεις. Ο πρώτος μαθητής θυμώνει (R1) γιατί θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο (C1). Ο δεύτερος μαθητής στεναχωριέται (R2) γιατί έχει την άποψη ότι δεν σεβάστηκε τον καθηγητή του (C2). Τέλος, ο τρίτος αδιαφορεί (R3), σκεπτόμενος ότι διαχρονικά οι καθηγητές μαλώνουν τους μαθητές περισσότερο ή λιγότερο δίκαια (C3). Έτσι στο κοινό ερέθισμα S, προκύπτουν τρεις διαφορετικές απαντήσεις (R1, R2, R3), γιατί υπάρχουν τρεις διαφορετικές γνωσιακές διαμεσολαβήσεις (C1,C2,C3). Το παραπάνω παράδειγμα αναδεικνύει τη σημασία που έχει η επεξεργασία του γεγονότος.
Ο θεραπευτής σε συνεργασία με το θεραπευόμενο (συνεργατικός εμπειρισμός) διαμορφώνουν ανάλογα με την περίπτωση ένα δυσλειτουργικό φαύλο κύκλο, όπου οι γνωσίες-σκέψεις βρίσκονται σε μια διαρκή αλληλεπίδραση με τα αρνητικά συναισθήματα και τις δυσλειτουργικές συμπεριφορές, με επακόλουθο τη συνολική και συνεχή δυσλειτουργία του ατόμου. Σκοπός τους είναι συνεργαζόμενοι, να σπάσουν το δυσπροσαρμοστικό φαύλο κύκλο και οικοδομήσουν έναν εναλλακτικό και πιο ρεαλιστικό τρόπο σκέψης, με θετικό επακόλουθο τη δημιουργία νέων καλύτερων συναισθημάτων και πιο λειτουργικών συμπεριφορών.
Δημήτρης Βαλαβάνης